- αλεβάντιαστος
- η , ο не надушенный лавандой § να μείνουνε τα ρούχα σου αλεβάντιαστα! чтоб тебе навек остаться старой девой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεβάντιαστος — η, ο αυτός που δεν αρωματίστηκε με λεβάντα: Είχαν αφήσει τα ρούχα τους αλεβάντιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)